αισθητικότητα

αισθητικότητα
Σύνολο μεταβολών που εκδηλώνονται σε έναν ζωντανό οργανισμό ως αντιδράσεις προς ερεθίσματα που προέρχονται είτε από το εσωτερικό του είτε από το εξωτερικό περιβάλλον (δράσεις). Η α. συνδέεται με την αντίδραση του οργανισμού προς το ερέθισμα. Στους ζωικούς οργανισμούς και με κριτήριο τη θέση των αισθητήριων οργάνων (ή κυττάρων) διακρίνεται σε εξωδεκτική (με υποδοχείς εντοπισμένους στο δέρμα ή στα άλλα αισθητήρια όργανα), ιδιοδεκτική (υποδοχείς στους μυς, τένοντες, αρθριτικούς θυλάκους και λαβύρινθο) και εσωδεκτική (με υποδοχείς εντοπισμένους στα σπλάχνα). Μερικοί τύποι υποδοχέων και κινητικών ή εκκριτικών νεύρων. Η εξωδεκτική αισθητικότητα καταγράφει τα ερεθίσματα που προέρχονται από το εξωτερικό περιβάλλον, ενώ η ιδιοδεκτική αισθητικότητα καταγράφει πληροφορίες σχετικές με τη θέση και την κίνηση του σώματος, η ενδοδεκτική αισθητικότητα καταγράφει όσα συμβαίνουν στο εσωτερικό περιβάλλον του οργανισμού: 1) οπτικός υποδοχέας (εξωδεκτικός)· 2) απτικός υποδοχέας (εξωδεκτικός)· 3) υποδοχέας θέσεως και κίνησης (ιδιοδεκτικός)· 4) σωματικός εκτελεστής· 5) κινητικά σωματικά νεύρα· 6) ανταγωνιστές μύες· 7) σπλαγχνικό κινητικό νεύρο (καρδιά)· 8) σπλαγχνικό εκκριτικό νεύρο (αδένας)· 9) σπλαγχνικό κινητικό νεύρο (αιμοφόρο αγγείο)· 10) ελευθέρα νευρική απόληξη (ενδοδεκτικός)· 11) σπλαγχνικό αισθητήριο νεύρο (αιμοφόρο αγγείο). Μερικοί τύποι υποδοχέων και κινητικών ή εκκριτικών νεύρων. Η εξωδεκτική αισθητικότητα καταγράφει τα ερεθίσματα που προέρχονται από το εξωτερικό περιβάλλον, ενώ η ιδιοδεκτική αισθητικότητα καταγράφει πληροφορίες σχετικές με τη θέση και την κίνηση του σώματος, η ενδοδεκτική αισθητικότητα καταγράφει όσα συμβαίνουν στο εσωτερικό περιβάλλον του οργανισμού: 1) οπτικός υποδοχέας (εξωδεκτικός)· 2) απτικός υποδοχέας (εξωδεκτικός)· 3) υποδοχέας θέσεως και κίνησης (ιδιοδεκτικός)· 4) σωματικός εκτελεστής· 5) κινητικά σωματικά νεύρα· 6) ανταγωνιστές μύες· 7) σπλαγχνικό κινητικό νεύρο (καρδιά)· 8) σπλαγχνικό εκκριτικό νεύρο (αδένας)· 9) σπλαγχνικό κινητικό νεύρο (αιμοφόρο αγγείο)· 10) ελευθέρα νευρική απόληξη (ενδοδεκτικός)· 11) σπλαγχνικό αισθητήριο νεύρο (αιμοφόρο αγγείο).
* * *
η [αισθητικός]
1. η αντίληψη τού ωραίου και η αγάπη γι' αυτό.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • αισθητικότητα — η ικανότητα για αίσθηση, ευαισθησία: Δεν μπορεί να πει κανείς πως αυτός ο άνθρωπος στερείται αισθητικότητας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • νευρικό σύστημα — Σύστημα οργάνων στα ζώα και στους ανθρώπους με το οποίο πραγματοποιείται η επαφή του οργανισμού με το περιβάλλον και με το οποίο αλληλοσυνδέονται τα όργανα μεταξύ τους και συντονίζονται οι λειτουργίες του σώματος. κεντρικό ν.σ. Στην κοιλότητα που …   Dictionary of Greek

  • αίσθηση — Φαινόμενο χάρη στο οποίο ο άνθρωπος και τα ζώα αντιλαμβάνονται αυτά που συμβαίνουν στο εσωτερικό του οργανισμού τους ή στο εξωτερικό περιβάλλον, διαμέσου γνωρισμάτων κατάλληλων για τη λήψη διαφόρων ερεθισμάτων και χάρη στις γενικές ιδιότητες της… …   Dictionary of Greek

  • αφή — Είναι η αίσθηση που επιτρέπει την αναγνώριση των εξωτερικών χαρακτηριστικών και της επιφάνειας των αντικειμένων (σχήμα, όγκος, τραχύτητα, λειότητα, ομοιομορφία κ.ά.) με την επαφή του δέρματος. Τα απτικά αισθήματα προκαλούν, όταν ερεθιστούν, με… …   Dictionary of Greek

  • εξωδεκτικός — ή, ό φρ. «εξωδεκτική αισθητικότητα» η αισθητικότητα που δέχεται ερεθίσματα προερχόμενα από το εξωτερικό περιβάλλον (αφή, αίσθηση θερμοκρασίας και πόνου) …   Dictionary of Greek

  • Καντ, Ιμάνουελ — (Immanuel Kant, Κένιξμπεργκ 1724 – 1804). Γερμανός φιλόσοφος. Ο Κ. είναι διάσημος μεταξύ άλλων, για τα έργα του Κριτική του καθαρού λόγου (1781, β’ έκδοση 1787), Κριτική του πρακτικού λόγου (1788) και Κριτική της δύναμης της κρίσης (1790), που… …   Dictionary of Greek

  • αισθητικός — ή, ό (Α αἰσθητικός, ή, όν) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα αισθητήρια και στις αισθήσεις ή στην αντίληψη διά μέσου τών αισθήσεων 2. αυτός που μπορεί να αισθάνεται, ο δεκτικός σε ερεθίσματα τού έξω κόσμου ή τού ίδιου τού σώματός του νεοελλ. 1 …   Dictionary of Greek

  • αναίσθητος — η, ο (Α ἀναίσθητος, ον) 1. αυτός που δεν αισθάνεται, που δεν έχει αίσθηση ή αισθητικότητα 2. αμβλύς, νωθρός κατά τις αισθήσεις τής ηδονής και τού πόνου 3. ο δίχως συναίσθηση, απαθής, αδιάφορος, ασυγκίνητος, ανάλγητος 4. αυτός που έχασε τις… …   Dictionary of Greek

  • αναισθητώ — ( έω) (Α ἀναισθητῶ) δεν έχω αίσθηση ή αισθητικότητα, είμαι αναίσθητος σωματικά ή ψυχικά νεοελλ. προκαλώ σωματική αναισθησία κατά τις εγχειρήσεις με κατάλληλα φάρμακα, αναισθητίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀναίσθητος. ΠΑΡ. νεοελλ. αναισθήτηση] …   Dictionary of Greek

  • αποπληξία — Σύνδρομο που χαρακτηρίζεται από απότομη απώλεια της συνείδησης (εγκεφαλικό ίκτους), της κινητικότητας και της αισθητικότητας και οφείλεται συνήθως σε εγκεφαλική αιμορραγία, μπορεί όμως να προκληθεί και από θρόμβωση ή εμβολή αιμοφόρου αγγείου του… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”